- διαβάλλω
- δια|βάλλω 1. ['разметать кого'] ссорить; 2. ['уметить кого'] клеветать (τινά на кого) (→ διάβολος дьявол, англ. devil, нем. Teufel)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
διαβάλλω — throw pres subj act 1st sg διαβάλλω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλω — διαβάλλω, διέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… … Dictionary of Greek
διαβάλλω — διέβαλα, διαβλήθηκα, διαβλημένος, συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιον με ύπουλο και ψεύτικο τρόπο: Διαβάλλει τους συναδέλφους του, για να πάρει προαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβάλησθε — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd pl διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλῃ — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd sg διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαλοῦσι — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαλοῦσιν — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβλημένα — διαβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλετε — διαβάλλω throw pres imperat act 2nd pl διαβάλλω throw pres ind act 2nd pl διαβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλῃ — διαβάλλω throw pres subj mp 2nd sg διαβάλλω throw pres ind mp 2nd sg διαβάλλω throw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)